Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

terme < λατινική terminus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
terme termes

terme (fr) αρσενικό

όριο

  1. το τοπικό όριο
  2. το χρονικό όριο, η λήξη
  3. η ημερομηνία πληρωμής

λέξη

  1. λέξη ή έκφραση
  2. όρος

άγαλμα

  1. άγαλμα του οποίου το κάτω μέρος λήγει σε είδος θήκης

Συγγενικά επεξεργασία