Δείτε τους όρους ὄρος, ὅρος, όρος, ὀρός, ορός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρος οι όροι
      γενική του όρου των όρων
    αιτιατική τον όρο τους όρους
     κλητική όρε όροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.ɾos/
ομόηχο: Όρρος
τονικό παρώνυμο: ορός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
όρος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική «ὁ ὅρος» (αρσενικό με δασεία) < τὸ ὅριον (όριο)

  Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

όρος αρσενικό

  1. μια προϋπόθεση, μια κατάσταση για να ληφθεί μια απόφαση
    ⮡  θα έρθω υπό έναν όρο: ...
  2. μια διάταξη, ένα μέρος μιας συμφωνίας
    ⮡  Οι όροι της συμφωνίας δεν είναι ξεκάθαροι.
  3. ένα όριο
    εκφράσεις: εφ' όρου ζωής: μέχρι το τέλος της ζωής, για όλη τη διάρκεια του βίου (ενός ανθρώπου)
  4. στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα
    ⮡  Οι βασικοί όροι μιας πρότασης είναι το υποκείμενο και το κατηγόρημα.
    ⮡  οι όροι του κλάσματος
  5. (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει
     συνώνυμα: επιλογή
  6. (στον κλάδο της ορολογίας) λεκτική κατασήμανση που αποτελείται από μία ή περισσότερες λέξεις και αποδίδει μια έννοια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά: σημασία όριο

σημασία ορολογία όπως ενδεικτικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όρος τα όρη
      γενική του όρους των ορέων
    αιτιατική το όρος τα όρη
     κλητική όρος όρη
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κορυφή του όρους Όλυμπος.
όρος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική τὸ ὄρος» (το βουνό, ουδέτερο με ψιλή) < → δείτε και τη λέξη ὄρνυμι (σηκώνομαι)

  Ουσιαστικό 2

επεξεργασία

όρος ουδέτερο

Δείτε και τα σύνθετα στο αρχαίο «ὄρος»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία