Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορεογένεση οι ορεογενέσεις
      γενική της ορεογένεσης* των ορεογενέσεων
    αιτιατική την ορεογένεση τις ορεογενέσεις
     κλητική ορεογένεση ορεογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορεογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορεογένεση < ορεο- + -γένεση, → και δείτε τη λέξη ορογένεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾe.oˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρε‐ο‐γέ‐νε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορεογένεση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία