οροθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾo.θe.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐θε‐τι‐κός
Ετυμολογία
επεξεργασία- οροθετικός < οροθε(σία) + -τικός < ορο- όπως ο όρος + -θε(σία) + -τικός
- οροθετικός < ορο- (όπως ο ορός) + θετικός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική seropositive[1]
Επίθετο
επεξεργασίαοροθετικός, -ή, -ό
Επίθετο
επεξεργασίαοροθετικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οροθετικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οροθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας