Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séropositif séropositifs

séropositif (fr) αρσενικό

  1. οροθετικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séropositif séropositifs

séropositif (fr) αρσενικό

  1. ο οροθετικός