ορο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορο-: δείτε τους ορισμούς
Πρόθημα επεξεργασία
ορο-
- ορο-, ορό-: (ιατρική) «ο ορός» ως πρώτο συνθετικό
- ορο-, ορό-: «ο όρος» ως πρώτο συνθετικό, με σημασία: σύνορο, όριο
- ορο-, ορεο-, ορεό-: (γεωγραφία, γεωλογία) «το όρος», «το βουνό» ως πρώτο συνθετικό
- οροπέδιο, ορεογένεση, ορεόφυτα
- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρο-, ὀρεο- (με ψιλή) < αρχαία ελληνική τό ὄρο(ς) (το βουνό)
- → δείτε και τις μορφές ορει-, ορεί- & ορεσι-, ορεσί-
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορο- όπως το σύνορο, το όριο
|
ορο- όπως ο ορός στην ιατρική
|
ορο- όπως το βουνό
|
Πηγές επεξεργασία
- ορο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας