Δείτε επίσης: ὀρο-, ὁρο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορο-: δείτε τους ορισμούς

  Πρόθημα επεξεργασία

ορο-

  1. ορο-, ορό-: (ιατρική) «ο ορός» ως πρώτο συνθετικό
    οροθετικός, ορόγαλα
    < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρο- (με ψιλή) < ὁ ὀρό(ς)
  2. ορο-, ορό-: «ο όρος» ως πρώτο συνθετικό, με σημασία: σύνορο, όριο
    οροθεσία, ορόσημο
    < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁρο- (με δασεία) < αρχαία ελληνική ὁ ὅρο(ς)
  3. ορο-, ορεο-, ορεό-: (γεωγραφία, γεωλογία) «το όρος», «το βουνό» ως πρώτο συνθετικό
    οροπέδιο, ορεογένεση, ορεόφυτα
    < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρο-, ὀρεο- (με ψιλή) < αρχαία ελληνική τό ὄρο(ς) (το βουνό)
    → δείτε και τις μορφές  ορει-, ορεί- & ορεσι-, ορεσί-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία