↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀρός οἱ ὀροί
      γενική τοῦ ὀροῦ τῶν ὀρῶν
      δοτική τῷ ὀρ τοῖς ὀροῖς
    αιτιατική τὸν ὀρόν τοὺς ὀρούς
     κλητική ! ὀρέ ὀροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρός < πρωτοελληνική *horós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (ρέω, τρέχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρός αρσενικό

  1. ορός γάλακτος (το υδαρές μέρος του γάλακτος)
  2. ορός αίματος

Δείτε επίσης

επεξεργασία