πρωτοελληνική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτοελληνική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρωτοελληνικός < πρωτο- + ελληνικός. Εννοείται η λέξη γλώσσα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.to.e.li.niˈci/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτοελληνική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η πρωτοελληνική γλώσσα· υποθετικά επανασυντεθειμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας στην αρχαιότερη φάση της, πριν από τη διαίρεσή της στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, περίπου μεταξύ του 30ου και 16ου αιώνα π.Κ.Ε.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πρωτοελλαδικός (αρχαιολογία)
- Παράρτημα:Ελληνική γλώσσα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρωτοελληνική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πρωτοελληνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πρωτοελληνικός