↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοελλαδικός η πρωτοελλαδική το πρωτοελλαδικό
      γενική του πρωτοελλαδικού της πρωτοελλαδικής του πρωτοελλαδικού
    αιτιατική τον πρωτοελλαδικό την πρωτοελλαδική το πρωτοελλαδικό
     κλητική πρωτοελλαδικέ πρωτοελλαδική πρωτοελλαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοελλαδικοί οι πρωτοελλαδικές τα πρωτοελλαδικά
      γενική των πρωτοελλαδικών των πρωτοελλαδικών των πρωτοελλαδικών
    αιτιατική τους πρωτοελλαδικούς τις πρωτοελλαδικές τα πρωτοελλαδικά
     κλητική πρωτοελλαδικοί πρωτοελλαδικές πρωτοελλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοελλαδικός < πρωτο- + ελλαδικός[1] (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική early Helladic[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτοελλαδικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πρωτοελλαδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωτοελλαδικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)