πρωτοελλαδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρωτοελλαδικός < πρωτο- + ελλαδικός[1] (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική early Helladic[1] [2])
Επίθετο
επεξεργασία
πρωτοελλαδικός
- (ιστορία, αρχαιολογία) που έχει σχέση με την πρώιμη περίοδο της χαλκοκρατίας (3.000–2.000 π.Κ.Ε.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοελλαδικός
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 πρωτοελλαδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πρωτοελλαδικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)