Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποθετικά < υποθετικός

  Επίρρημα επεξεργασία

υποθετικά

  1. για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
    (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υποθετικά