υποθετικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυποθετικά < υποθετικός
Επίρρημα
επεξεργασίαυποθετικά
- για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
- (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποθετικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυποθετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποθετικό