διάλεκτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάλεκτος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή διάλεκτος (κοινή γλώσσα)[1] < διαλέγομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάλεκτος θηλυκό
- γλωσσική ποικιλία που ομιλείται από μεγάλο αριθμό ομιλητών και διαφέρει σημαντικά από την κοινή ομιλουμένη
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάλεκτος
Επεξεργασία
- ↑ «διάλεκτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.