ιδίωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδίωμα | τα | ιδιώματα |
γενική | του | ιδιώματος | των | ιδιωμάτων |
αιτιατική | το | ιδίωμα | τα | ιδιώματα |
κλητική | ιδίωμα | ιδιώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιδίωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδίωμα (ιδιαίτερο χαρακτηριστικό)
- για τη γλωσσική ποικιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idiome < αρχαία ελληνική ἰδίωμα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈði.o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δί‐ω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδίωμα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία μιας διαλέκτου ή μιας γλώσσας που χαρακτηρίζει έναν τόπο ή μια κοινωνική ομάδα, στην οποία οι διαφορές (από τη συνηθισμένη γλώσσα) είναι φανερές, αλλά δεν εμποδίζουν την κατανόηση[2]
- ⮡ στο τοπικό ιδίωμα της Καλαμάτας είναι πολύ συνηθισμένη η προσφώνηση "Μάνα μου"
- → δείτε και τη λέξη ιδιωτισμός
- ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης συγγραφέα
- → δείτε τη λέξη στιλ
- (προφορικό) συνήθεια
- ⮡ έχει το ιδίωμα να τρίβει τα χέρια του πριν μιλήσει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσική ποικιλία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιδίωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ What is a dialect?, «Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε» της Ακαδημίας Αθηνών, ανακτήθηκε στις 14/1/2023 [1]