↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικιλία οι ποικιλίες
      γενική της ποικιλίας των ποικιλιών
    αιτιατική την ποικιλία τις ποικιλίες
     κλητική ποικιλία ποικιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποικιλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποικιλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ciˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐κι‐λί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικιλία θηλυκό

  1. πολλά και, κυρίως, διαφορετικά πράγματα ή είδη ή μορφές
    ⮡  Στο κατάστημά μας θα βρείτε τη μεγαλύτερη ποικιλία από έπιπλα.
    ⮡  Το καλοκαίρι βλέπεις στις παραλίες μια ποικιλία ανθρώπων.
  2. (γαστρονομία) γενική ονομασία για πιάτο που σερβίρεται με διάφορους μεζέδες, συνήθως σαν συνοδευτικό ποτού
    ⮡  παραγγείλαμε μια ποικιλία για τρία άτομα
  3. (ζωολογία, βοτανική) υποδιαίρεση είδους
    ⮡  φέτος φυτέψαμε μια ιταλική ποικιλία ντομάτας

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποικιλί αἱ ποικιλίαι
      γενική τῆς ποικιλίᾱς τῶν ποικιλιῶν
      δοτική τῇ ποικιλί ταῖς ποικιλίαις
    αιτιατική τὴν ποικιλίᾱν τὰς ποικιλίᾱς
     κλητική ! ποικιλί ποικιλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποικιλί
γεν-δοτ τοῖν  ποικιλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ποικιλία < ποικίλ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικιλία θηλυκό

  1. το κέντημα
  2. η ύπαρξη διαφορετικών χρωμάτων

Συγγενικά

επεξεργασία