Δείτε και Κατηγορίες για λέξεις με επίθημα -ία στα νέα ελληνικά - στα μεσαιωνικά ελληνικά - στα αρχαία ελληνικά -ιά, -ια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η α οι ες
      γενική της ας των ών
    αιτιατική τη(ν) α τις ες
     κλητική α ες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ία < αρχαία ελληνική -ία
για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < καταλήξεις αγγλικές (-ia, -y), γαλλικές (-ie) < λατινική -ia < αρχαία ελληνική -ία[1][2]

  Επίθημα

επεξεργασία

-ία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. -ία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. -ίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ία

  Επίθημα

επεξεργασία

-ία θηλυκό

  1. επίθημα για τη δημιουργία αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζουν ό,τι η πρωτότυπη λέξη
    ἀβροχία, δροσοφορία
  2. κατάληξη λόγιων θηλυκών επιθέτων από αρσενικά σε -ιος
    ἄξιος (αρσενικό), ἀξία (θηλυκό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱ αι
      γενική τῆς ᾱς τῶν ῶν
      δοτική τῇ ταῖς αις
    αιτιατική τὴν ᾱν τὰς ᾱς
     κλητική ! αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν  αιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-h

  Επίθημα

επεξεργασία

-ία [ῐᾱ] θηλυκό

  1. επίθημα για τη δημιουργία μετονοματικών θηλυκών ουσιαστικών
    ἄγγελ(ος) ἀγγελία
  2. κατάληξη θηλυκών επιθέτων από αρσενικά σε -ιος
    χθόνιος (αρσενικό), χθονία (θηλυκό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • *-h στο αγγλόγλωσσο Βικιλεξικό