απόκλιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόκλιση < ελληνιστική κοινή ἀπόκλισις < ἀπό + κλίσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απόκλιση θηλυκό
- η εκτροπή από μια καθορισμένη θέση, κατεύθυνση ή συμπεριφορά
- η διαφορά ενός στοιχείου από το αρχικώς επιδιωκόμενο
- τα έσοδα του προϋπολογισμού παρουσιάζουν ελαφρά απόκλιση προς τα κάτω
- η διαφορά μεταξύ δύο στοιχείων που αποκλίνουν
- η διαφορά ενός στοιχείου από το αρχικώς επιδιωκόμενο
- (μαθηματικά) στατιστικός όρος που προσδιορίζει διάφορες αριθμητικές στατιστικές αποκλίσεις (1)
- (αστρονομία) είναι η γωνιώδης απόσταση του ίχνους ενός άστρου (της θέσης του κατά την παρατήρηση) από τον ουράνιο ισημερινό και συμβολίζεται διεθνώς με το ελληνικό γράμμα δέλτα (δ)
- (γεωγραφία) η γωνία που σχηματίζεται στο χάρτη από την κάθετο προς τον βορρά (όπως φαίνεται στο χάρτη) με την ευθεία προς τον πραγματικό γεωγραφικό βορρά
- (μαγνητισμός) η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού γεωγραφικού βορρά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκτροπή από θέση ή κατεύθυνση
αστρονομικός όρος
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
απόκλιση