Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόκλιση οι αποκλίσεις
      γενική της απόκλισης* των αποκλίσεων
    αιτιατική την απόκλιση τις αποκλίσεις
     κλητική απόκλιση αποκλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόκλιση < (ελληνιστική κοινή) ἀπόκλισις < ἀπό + κλίσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόκλιση θηλυκό

  1. η εκτροπή από μια καθορισμένη θέση, κατεύθυνση ή συμπεριφορά
    • η διαφορά ενός στοιχείου από το αρχικώς επιδιωκόμενο
      τα έσοδα του προϋπολογισμού παρουσιάζουν ελαφρά απόκλιση προς τα κάτω
    • η διαφορά μεταξύ δύο στοιχείων που αποκλίνουν
  2. (μαθηματικά) στατιστικός όρος που προσδιορίζει διάφορες αριθμητικές στατιστικές αποκλίσεις (1)
  3. (αστρονομία) είναι η γωνιώδης απόσταση του ίχνους ενός άστρου (της θέσης του κατά την παρατήρηση) από τον ουράνιο ισημερινό και συμβολίζεται διεθνώς με το ελληνικό γράμμα δέλτα (δ)
  4. (γεωγραφία) η γωνία που σχηματίζεται στο χάρτη από την κάθετο προς τον βορρά (όπως φαίνεται στο χάρτη) με την ευθεία προς τον πραγματικό γεωγραφικό βορρά
  5. (μαγνητισμός) η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού γεωγραφικού βορρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια