Δείτε επίσης: αἰώνιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιώνιος η αιώνια
αιωνία
το αιώνιο
      γενική του αιώνιου
αιωνίου
της αιώνιας
αιωνίας
του αιώνιου
αιωνίου
    αιτιατική τον αιώνιο την αιώνια
αιωνία
το αιώνιο
     κλητική αιώνιε αιώνια
αιώνια
αιώνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιώνιοι οι αιώνιες τα αιώνια
      γενική των αιώνιων
αιωνίων
των αιώνιων
αιωνίων
των αιώνιων
αιωνίων
    αιτιατική τους αιώνιους
αιωνίους
τις αιώνιες τα αιώνια
     κλητική αιώνιοι αιώνιες αιώνια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιώνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώνιος < αἰών

  Επίθετο

επεξεργασία

αιώνιος, /(ία), -ο

  1. που διαρκεί για πάντα, παντοτινός, αθάνατος
  2. ακατάβλητος, ακατάλυτος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αιώνας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία