εφήμερος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εφήμερος | η | εφήμερη | το | εφήμερο |
γενική | του | εφήμερου | της | εφήμερης | του | εφήμερου |
αιτιατική | τον | εφήμερο | την | εφήμερη | το | εφήμερο |
κλητική | εφήμερε | εφήμερη | εφήμερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εφήμεροι | οι | εφήμερες | τα | εφήμερα |
γενική | των | εφήμερων | των | εφήμερων | των | εφήμερων |
αιτιατική | τους | εφήμερους | τις | εφήμερες | τα | εφήμερα |
κλητική | εφήμεροι | εφήμερες | εφήμερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εφήμερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφήμερος[1] < ἐπί (ἐφ-) + ἡμέρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈfi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φή‐με‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εφήμερος, -η, -ο(ν)
- που διαρκεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα
- ※ Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική)
- που διαρκεί ή ζει μόνο μια μέρα
- (συνεκδοχικά) πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εφήμερος
Επεξεργασία
- ↑ εφήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- εφήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- εφήμερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)