• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πρόσκαιρος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πρόσκαιρος πρόσκαιρη πρόσκαιρο
γενική πρόσκαιρου πρόσκαιρης πρόσκαιρου
αιτιατική πρόσκαιρο πρόσκαιρη πρόσκαιρο
κλητική πρόσκαιρε πρόσκαιρη πρόσκαιρο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πρόσκαιροι πρόσκαιρες πρόσκαιρα
γενική πρόσκαιρων πρόσκαιρων πρόσκαιρων
αιτιατική πρόσκαιρους πρόσκαιρες πρόσκαιρα
κλητική πρόσκαιροι πρόσκαιρες πρόσκαιρα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρόσκαιρος < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πρόσκαιρος

  • που διαρκεί ή ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα, προσωρινός


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πρόσκαιρος
  • αγγλικά : temporary (en)
  • γερμανικά : vorläufig (de)
  • ιταλικά : temporaneo (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πρόσκαιρος&oldid=4877492"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Οκτωβρίου 2020, στις 20:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Οκτωβρίου 2020, στις 20:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie