Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρόσκαιρος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
πρόσκαιρ
ος
πρόσκαιρ
η
πρόσκαιρ
ο
γενική
πρόσκαιρ
ου
πρόσκαιρ
ης
πρόσκαιρ
ου
αιτιατική
πρόσκαιρ
ο
πρόσκαιρ
η
πρόσκαιρ
ο
κλητική
πρόσκαιρ
ε
πρόσκαιρ
η
πρόσκαιρ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
πρόσκαιρ
οι
πρόσκαιρ
ες
πρόσκαιρ
α
γενική
πρόσκαιρ
ων
πρόσκαιρ
ων
πρόσκαιρ
ων
αιτιατική
πρόσκαιρ
ους
πρόσκαιρ
ες
πρόσκαιρ
α
κλητική
πρόσκαιρ
οι
πρόσκαιρ
ες
πρόσκαιρ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πρόσκαιρος
<
→ λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
πρόσκαιρος
που διαρκεί ή ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα,
προσωρινός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
πρόσκαιρος
αγγλικά
:
temporary
(en)
γερμανικά
:
vorläufig
(de)
ιταλικά
:
temporaneo
(it)