προσωρινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσωρινός < επίρρημα προσώρ(ας) + -ινός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.so.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐ρι‐νός
Επίθετο
επεξεργασία
προσωρινός, -ή, -ό
- για κάτι που θα διαρκέσει λίγο
- ⮡ προσωρινή απόλυση, προσωρινή ρύθμιση
- για κάτι που θα αντικατασταθεί
- ⮡ Είναι μια προσωρινή λύση, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε.
- ⮡ είναι προσωρινός διαχειριστής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσώρας
- προσωρινά (επίρρημα)
- προσωρινότητα
- προσωρινώς (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσωρινός