temporary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | temporary |
συγκριτικός | more temporary |
υπερθετικός | most temporary |
Επίθετο
επεξεργασία
temporary (en)
- προσωρινός, πρόσκαιρος
- ⮡ It’s a temporary solution to the problem.
- Είναι μια προσωρινή λύση του προβλήματος.
- ⮡ It’s a temporary solution to the problem.