temporarily
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtemporarily (en) (χωρίς παραθετικά)
- προσωρινά, πρόσκαιρα
- ⮡ We are temporarily using a box for a table.
- Χρησιμοποιούμε ένα κιβώτιο προσωρινά για τραπέζι.
- ⮡ We are temporarily using a box for a table.