Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
temporarily
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
temporarily
<
temporary
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
temporarily
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
προσωρινά
,
πρόσκαιρα
⮡
We are
temporarily
using a box for a table.
Χρησιμοποιούμε ένα κιβώτιο
προσωρινά
για τραπέζι.
Πηγές
επεξεργασία
temporarily
-
Oxford Learner's Dictionaries