πρόσκαιρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσκαιρα < πρόσκαιρος
Επίρρημα
επεξεργασίαπρόσκαιρα
- για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο καιρό
- η κατάσταση βελτιώθηκε πρόσκαιρα, αλλά είναι βέβαιο ότι σύντομα θα επιδεινωθεί ξανά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόσκαιρα