↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καιρός οι καιροί
      γενική του καιρού των καιρών
    αιτιατική τον καιρό τους καιρούς
     κλητική καιρέ καιροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καιρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καιρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ceˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: και‐ρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καιρός αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) οι επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες που αναφέρονται στην κατάσταση της ατμόσφαιρας, όπως περιγράφεται με τις βραχυπρόθεσμες εναλλαγές της θερμοκρασίας, της υγρασίας, της φωτεινότητας, της συννεφιάς, της έντασης των ανέμων, της ορατότητας κ.λπ.
    τι ωραίο καιρό που κάνει σήμερα!
    ο καιρός θα παρουσιάσει επιδείνωση τις επόμενες μέρες
  2. (συνεκδοχικά) το δελτίο καιρού, η πρόγνωση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, όπως μεταδίδεται από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή τις εφημερίδες
    να δούμε τον καιρό, για να μάθουμε αν υπάρχει πιθανότητα βροχής αύριο
  3. η κατάλληλη στιγμή για να κάνει κάποιος κάτι
    ήρθε ο καιρός να κάνουμε μια νέα αρχή
  4. ο χρόνος
    ο καιρός περνάει, μη χάνεις ευκαιρίες!
  5. μια χρονική περίοδος, ένα χρονικό διάστημα (στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον), μικρής ή μεγάλης διάρκειας
    τον καιρό της εξουσίας του Περικλή
    πόσο καιρό έχω να σε δω;
  6. (πληθυντικός) η εποχή, οι περιστάσεις, οι συνθήκες της ζωής
    δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες
  7. (ναυτικός όρος) άνεμος, κακοκαιρία
    Χτες το πρωί που είχαμε βρει με τη βάρκα στα ανοιχτά, μας έπιασε ξαφνικά καιρός και κοντέψαμε να πνιγούμε.
  8. (θρησκεία) σύντομη ακολουθία προετοιμασίας, την οποία τελούν έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης όλοι οι κληρικοί, που πρόκειται να λάβουν μέρος στην επικείμενη τέλεση της Θείας Λειτουργίας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καιρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καιρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καιρός ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)

  1. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία
  2. χρονική στιγμή ή περίοδος
  3. έτος
  4. εποχή του χρόνου
  5. (για μετεωρολογική κατάσταση) καιρός
  6. ηλικία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καιρός οἱ καιροί
      γενική τοῦ καιροῦ τῶν καιρῶν
      δοτική τῷ καιρ τοῖς καιροῖς
    αιτιατική τὸν καιρόν τοὺς καιρούς
     κλητική ! καιρέ καιροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καιρώ
γεν-δοτ τοῖν  καιροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καιρός < αβέβαιης ετυμολογίας
Συσχετίζεται, κατά πολλές γνώμες, με το κείρω (κόβω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καιρός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία