καιρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καιρός | οι | καιροί |
γενική | του | καιρού | των | καιρών |
αιτιατική | τον | καιρό | τους | καιρούς |
κλητική | καιρέ | καιροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καιρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καιρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐ρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαιρός αρσενικό
- (μετεωρολογία) οι επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες που αναφέρονται στην κατάσταση της ατμόσφαιρας, όπως περιγράφεται με τις βραχυπρόθεσμες εναλλαγές της θερμοκρασίας, της υγρασίας, της φωτεινότητας, της συννεφιάς, της έντασης των ανέμων, της ορατότητας κ.λπ.
- ↪ τι ωραίο καιρό που κάνει σήμερα!
- ↪ ο καιρός θα παρουσιάσει επιδείνωση τις επόμενες μέρες
- (συνεκδοχικά) το δελτίο καιρού, η πρόγνωση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, όπως μεταδίδεται από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή τις εφημερίδες
- ↪ να δούμε τον καιρό, για να μάθουμε αν υπάρχει πιθανότητα βροχής αύριο
- η κατάλληλη στιγμή για να κάνει κάποιος κάτι
- ↪ ήρθε ο καιρός να κάνουμε μια νέα αρχή
- ο χρόνος
- ↪ ο καιρός περνάει, μη χάνεις ευκαιρίες!
- μια χρονική περίοδος, ένα χρονικό διάστημα (στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον), μικρής ή μεγάλης διάρκειας
- ↪ τον καιρό της εξουσίας του Περικλή
- ↪ πόσο καιρό έχω να σε δω;
- (πληθυντικός) η εποχή, οι περιστάσεις, οι συνθήκες της ζωής
- ↪ δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες
- (ναυτικός όρος) άνεμος, κακοκαιρία
- (θρησκεία) σύντομη ακολουθία προετοιμασίας, την οποία τελούν έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης όλοι οι κληρικοί, που πρόκειται να λάβουν μέρος στην επικείμενη τέλεση της Θείας Λειτουργίας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ανοίγει ο καιρός
- από καιρό σε καιρό
- για δες καιρό που διάλεξε...
- εν καιρώ
- έχει ο καιρός γυρίσματα
- καιρός ήταν!
- κατά καιρούς
- με τον καιρό
- μια φορά κι έναν καιρό
- οι καιροί είναι πονηροί
- οι καιροί ου μενετοί
- ο καιρός γαρ εγγύς
- ο καιρός είναι γιατρός
- περνάει ο καιρός
- περνάω τον καιρό (μου)
- σημεία των καιρών
- τον κακό σου τον καιρό!
- του καλού καιρού
- τω καιρώ εκείνω
Παροιμίες
επεξεργασία- ή θα βρέξει, ή θα χιονίσει, ή καλό καιρό θα κάνει
- καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- άκαιρος
- ανεπίκαιρος
- βρομόκαιρος
- έγκαιρα και εγκαίρως
- έγκαιρος
- επίκαιρος
- επικαιρότητα
- ευκαιρία
- ευκαιριακός
- ευκαιρώ
- καιροσκοπία, καιροσκοπισμός
- καιροσκοπικός
- καιροσκόπος
- καιροσκοπώ
- καιροφυλακτώ
- κακοκαιρία
- κακοκαιριάζω
- καλοκαίρι
- καλοκαιρία
- καλοκαιριάζω
- παλιόκαιρος
- παράκαιρος
- πολυκαιρίζω
- πρόσκαιρος
- συγκαιρινός
- σύγκαιρος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεωρολογικές συνθήκες
|
χρόνος, κατάλληλη στιγμή
ο καιρός είναι γιατρός
Ετυμολογία
επεξεργασία- καιρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καιρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαιρός ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)
- κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία
- χρονική στιγμή ή περίοδος
- έτος
- εποχή του χρόνου
- (για μετεωρολογική κατάσταση) καιρός
- ηλικία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καιρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κλιτός σελ.220, Τόμος 7, σελ.221, Τόμος 7, προσθήκες βελτιώσεις: καιρός σελ.377, Τόμος 12, προσθήκες βελτιώσεις: καιρός σελ.420, Τόμος 8 & προσθήκες βελτιώσεις: καιρός σελ.320, Τόμος 10 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- καιρός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καιρός | οἱ | καιροί |
γενική | τοῦ | καιροῦ | τῶν | καιρῶν |
δοτική | τῷ | καιρῷ | τοῖς | καιροῖς |
αιτιατική | τὸν | καιρόν | τοὺς | καιρούς |
κλητική ὦ! | καιρέ | καιροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καιρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καιροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καιρός < αβέβαιης ετυμολογίας
- Συσχετίζεται, κατά πολλές γνώμες, με το κείρω (κόβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαιρός αρσενικό
- αποφασιστική στιγμή, κατάλληλη ευκαιρία
- ※ ὁ μὲν οὖν παρὼν καιρός, εἴπερ ποτέ, πολλῆς φροντίδος καὶ βουλῆς δεῖται (Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς Γʹ, 3)
- (ελληνιστική σημασία) χρονικό διάστημα αόριστης διάρκειας
- (ελληνιστική σημασία) μετεωρολογικές συνθήκες
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καιρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καιρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.