Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔκαιρος < εὖ + καιρός

  Επίθετο επεξεργασία

εὔκαιρος

  1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο
  2. που βρίσκεται σε επίκαιρη τοποθεσία