έγκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγκαιρος | η | έγκαιρη | το | έγκαιρο |
γενική | του | έγκαιρου | της | έγκαιρης | του | έγκαιρου |
αιτιατική | τον | έγκαιρο | την | έγκαιρη | το | έγκαιρο |
κλητική | έγκαιρε | έγκαιρη | έγκαιρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγκαιροι | οι | έγκαιρες | τα | έγκαιρα |
γενική | των | έγκαιρων | των | έγκαιρων | των | έγκαιρων |
αιτιατική | τους | έγκαιρους | τις | έγκαιρες | τα | έγκαιρα |
κλητική | έγκαιροι | έγκαιρες | έγκαιρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγκαιρος < αρχαία ελληνική ἔγκαιρος
Επίθετο
επεξεργασίαέγκαιρος -η -ο
- που εκδηλώνεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, πριν τη λήξη μιας προθεσμίας ή διορίας ή πριν να είναι πολύ αργά
- έγκαιρη προσέλευση, έγκαιρη παροχή βοήθειας