επίκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίκαιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκαιρος. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + καιρ(ός) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.ce.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐και‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίκαιρος -η -ο
- του παρόντος (χρόνου)
- που ταιριάζει με την υπάρχουσα, αυτή τη στιγμή, κατάσταση
- η αναφορά στα προβλήματα της οικονομίας είναι πάντα επίκαιρη
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη επίκαιρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοπικός