νέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανέα ουδέτερο στον πληθυντικό
- οι ειδήσεις, πληθυντικός αριθμός του νέο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανέα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νέος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νέᾱ | αἱ | νέαι |
γενική | τῆς | νέᾱς | τῶν | νεῶν |
δοτική | τῇ | νέᾳ | ταῖς | νέαις |
αιτιατική | τὴν | νέᾱν | τὰς | νέᾱς |
κλητική ὦ! | νέᾱ | νέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νέαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νέα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *neivo-, συγγενή: (σανσκριτικά) ni- και (λατινικά) nidus (φωλιά).
Ουσιαστικό
επεξεργασίανέα θηλυκό & νειός & νεός & νειά
- πεδιάδα σε χαμηλό μέρος
- (νέα) γη, χέρσο χωράφι
- χωράφι που οργώθηκε εκ νέου, μετά από περίοδο αγρανάπαυσης
- Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 3.20.7