Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρανάπαυση οι αγραναπαύσεις
      γενική της αγρανάπαυσης* των αγραναπαύσεων
    αιτιατική την αγρανάπαυση τις αγραναπαύσεις
     κλητική αγρανάπαυση αγραναπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγραναπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγρανάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀγρανάπαυ(σις) + -ση < αγρ- αρχαία ελληνική ἀγρ(ός) + ἀνάπαυσις. → δείτε τις λέξεις αγρός και ανάπαυση]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγρανάπαυση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία