πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρανάπαυση οι αγραναπαύσεις
      γενική της αγρανάπαυσης* των αγραναπαύσεων
    αιτιατική την αγρανάπαυση τις αγραναπαύσεις
     κλητική αγρανάπαυση αγραναπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγραναπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγρανάπαυση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία