ανάπαυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάπαυση | οι | αναπαύσεις |
γενική | της | ανάπαυσης* | των | αναπαύσεων |
αιτιατική | την | ανάπαυση | τις | αναπαύσεις |
κλητική | ανάπαυση | αναπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπαυσις < ἀναπαύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈna.paf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐παυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάπαυση θηλυκό
- η ξεκούραση, ο ύπνος ή το διάλειμμα στις υποχρεώσεις
- ⮡ ώρα για ανάπαυση
- ⮡ εβδομαδιαία ανάπαυση είναι η Κυριακή και για πολλούς το Σαββατοκύριακο
- ⮡ ημέρα ανάπαυσης είναι κάθε αργία
- η συγκρατημένη χαλάρωση της στάσης του σώματος σε στρατιωτική ή μαθητική παράταξη και το σχετικό παράγγελμα (Ανάπαυση!)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ανάπαψη (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεκούραση