Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rest rests

rest (en)

  1. (μόνο ενικός, the rest) το υπόλοιπο, τα άλλα, το μέρος του κάτι που απομένει, για μη μετρήσιμα ουσιαστικά
    Keep the rest of the money.
    Κράτησε το υπόλοιπο των χρημάτων.
    You must work hard to catch up with the rest of the class.
    Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να προλάβεις την υπόλοιπη τάξη.
    Give me five thousand (dollars) and keep the rest of it.
    Δώσε μου πέντε χιλιάδες και τα άλλα κράτησέ τα.
     συνώνυμα: the remainder
  2. (μόνο πληθυντικός, the rest) τα υπόλοιπα, τα άλλα, οι άνθρωποι ή τα πράγματα που μένουν, για μετρήσιμα ουσιαστικά
    Two of the children were fishing and the rest went swimming.
    Δυο από τα παιδιά ψάρευαν και τα υπόλοιπα κολυμπούσαν.
    Give me five thousands apples and keep the rest.
    Δώσε μου πέντε χιλιάδες μήλα και τα άλλα κράτησε τα.
     συνώνυμα: the remainder
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανάπαυση, η ξεκούραση
    The doctor ordered a month’s rest.
    Ο γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
  4. το στήριγμα, εκεί που ακουμπά κάτι ή κάποιος
    The car seats have rests for your head.
    Τα καθίσματα του αυτοκινήτου έχουν στηρίγματα για το κεφάλι σου.
    → δείτε τις λέξεις armrest, headrest και footrest
  5. (μουσική) η παύση

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας rest
γ΄ ενικό ενεστώτα rests
αόριστος rested
παθητική μετοχή rested
ενεργητική μετοχή resting

rest (en)

  1. ξεκουράζω
  2. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
  3. επαναπαύομαι
    to rest on one's laurels: αναπαύομαι στις δάφνες μου
  4. σταματώ, διακόπτω μια εργασία ή μια προσπάθεια
  5. ακουμπώ, στηρίζω
  6. (στο δικαστήριο) λέγεται όταν η μία πλευρά τελειώνει την παρουσίαση των επιχειρημάτων της
    the People rest

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία