rest assured
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαrest assured (en)
- (επίσημο, ιδιωματισμός) μένω ήσυχος, είμαι σίγουρος/βέβαιος ότι, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια ή θα γίνει σίγουρα
- ⮡ You may be rest assured that everything possible will be done.
- Μπορείτε να μείνετε/να είσθε ήσυχος ότι θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν.
- ⮡ You may be rest assured that…
- Μπορείτε να είστε σίγουρος ότι…
- ⮡ Rest assured I’ll do whatever I can.
- Να είστε βέβαιος πως θα κάνω ό,τι μπορώ.
- ⮡ You may be rest assured that everything possible will be done.
Πηγές
επεξεργασία- assured (idioms): rest assured (that…) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: σίγουρος