Ετυμολογία

επεξεργασία
rest assured < → δείτε τις λέξεις rest και assured

  Έκφραση

επεξεργασία

rest assured (en)

  • (επίσημο, ιδιωματισμός) μένω ήσυχος, είμαι σίγουρος/βέβαιος ότι, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια ή θα γίνει σίγουρα
    ⮡  You may be rest assured that everything possible will be done.
    Μπορείτε να μείνετε/να είσθε ήσυχος ότι θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν.
    ⮡  You may be rest assured that…
    Μπορείτε να είστε σίγουρος ότι…
    ⮡  Rest assured I’ll do whatever I can.
    Να είστε βέβαιος πως θα κάνω ό,τι μπορώ.