βέβαιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βέβαιος | η | βέβαια | το | βέβαιο |
γενική | του | βέβαιου | της | βέβαιας | του | βέβαιου |
αιτιατική | τον | βέβαιο | τη | βέβαια | το | βέβαιο |
κλητική | βέβαιε | βέβαια | βέβαιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βέβαιοι | οι | βέβαιες | τα | βέβαια |
γενική | των | βέβαιων | των | βέβαιων | των | βέβαιων |
αιτιατική | τους | βέβαιους | τις | βέβαιες | τα | βέβαια |
κλητική | βέβαιοι | βέβαιες | βέβαια | |||
Στον ενικό του θηλυκού, υπάρχει και ο τύπος βέβαιη (γενική: της βέβαιης) και η λόγια μορφή βεβαία. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βέβαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βέβαιος (σταθερός) & σημασιολογικό δάνειο από τη νέα ελληνική σίγουρος & γαλλική certain[1] < βαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈve.ve.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βέ‐βαι‐ος
- τονικό παρώνυμο: βεβαίως
Επίθετο
επεξεργασίαβέβαιος, -α, -ο , συγκριτικός : βεβαιότερος, υπερθετικός : βεβαιότατος
- (για άτομο) που δεν έχει αμφιβολίες για ένα θέμα, που δεν αμφισβητεί τις πληροφορίες ή την άποψή του
- ⮡ Είσαι βέβαιος ότι δεν έπρεπε να στρίψουμε στο προηγούμενο στενό;
- (για πληροφορία) που δεν αμφισβητείται, για το οποίο δεν υπάρχουν αμφιβολίες
- ⮡ ένα είναι βέβαιο: δεν θα ξανακάτσω σπίτι κι απόψε, βαρέθηκα το διάβασμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βεβαι-
βεβαι-
Μεταφράσεις
επεξεργασία βέβαιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βέβαιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βέβαιος | ἡ | βεβαίᾱ | τὸ | βέβαιον |
γενική | τοῦ/τῆς | βεβαίου | τῆς | βεβαίᾱς | τοῦ | βεβαίου |
δοτική | τῷ/τῇ | βεβαίῳ | τῇ | βεβαίᾳ | τῷ | βεβαίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | βέβαιον | τὴν | βεβαίᾱν | τὸ | βέβαιον |
κλητική ὦ! | βέβαιε | βεβαίᾱ | βέβαιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βέβαιοι | αἱ | βέβαιαι | τὰ | βέβαιᾰ |
γενική | τῶν | βεβαίων | τῶν | βεβαίων | τῶν | βεβαίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | βεβαίοις | ταῖς | βεβαίαις | τοῖς | βεβαίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βεβαίους | τὰς | βεβαίᾱς | τὰ | βέβαιᾰ |
κλητική ὦ! | βέβαιοι | βέβαιαι | βέβαιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βεβαίω | τὼ | βεβαίᾱ | τὼ | βεβαίω |
γεν-δοτ | τοῖν | βεβαίοιν | τοῖν | βεβαίαιν | τοῖν | βεβαίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βέβαιος, λέξη του 6ου αιώνα (Ιππώνακτας), πιθανόν, αρχικός μετοχικός τύπος (*βεβα‑υσ‑ιος) < θέμα με αναδιπλασιασμό βεβα- του βεβαώς (παρακείμενος, μορφή του βεβηκώς) του ρήματος βαίνω.[1]
Επίθετο
επεξεργασίαβέβαιος, -ος/α, -ον, συγκριτικός :βεβαιότερος, υπερθετικός : βεβαιότατος
- (αρχική σημασία) που περπατάει σταθερά
- σταθερός, ακλόνητος
- μόνιμος, διαρκής
- σίγουρος, ασφαλής, αξιόπιστος, αναμφισβήτητος
- άκαμπτος, επίμονος
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βεβαι-
βεβαι-
- Λέξεις βεβαι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- βεβαίως
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βέβαιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βέβαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.