Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεβαίωση οι βεβαιώσεις
      γενική της βεβαίωσης* των βεβαιώσεων
    αιτιατική τη βεβαίωση τις βεβαιώσεις
     κλητική βεβαίωση βεβαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βεβαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβαίωση < βεβαίωσις < βεβαιώνω < βέβαιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεβαίωση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος βεβαιώνει κάτι, διαβεβαίωση
  2. επίσημο έγγραφο με το οποίο συντάκτης βεβαιώνει κάτι
    ζήτησε μια βεβαίωση από τη σχολή του ότι είναι φοιτητής για φορολογική χρήση
  3. διαπιστωτική ενέργεια των αρμόδιων αρχών, επίσημη διαπίστωση
    η βεβαίωση της αγορανομικής παράβασης έγινε από τους αστυνομικούς της Αγορανομίας

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία