βεβαίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεβαίωση | οι | βεβαιώσεις |
γενική | της | βεβαίωσης* | των | βεβαιώσεων |
αιτιατική | τη | βεβαίωση | τις | βεβαιώσεις |
κλητική | βεβαίωση | βεβαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βεβαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβεβαίωση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος βεβαιώνει κάτι, διαβεβαίωση
- επίσημο έγγραφο με το οποίο συντάκτης βεβαιώνει κάτι
- ζήτησε μια βεβαίωση από τη σχολή του ότι είναι φοιτητής για φορολογική χρήση
- διαπιστωτική ενέργεια των αρμόδιων αρχών, επίσημη διαπίστωση
- η βεβαίωση της αγορανομικής παράβασης έγινε από τους αστυνομικούς της Αγορανομίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βεβαίωση