διαβεβαίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβεβαίωση | οι | διαβεβαιώσεις |
γενική | της | διαβεβαίωσης* | των | διαβεβαιώσεων |
αιτιατική | τη | διαβεβαίωση | τις | διαβεβαιώσεις |
κλητική | διαβεβαίωση | διαβεβαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβεβαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβεβαίωση < διαβεβαίωσις < διαβεβαιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβεβαίωση θηλυκό
- ισχυρή βεβαίωση
- βεβαίωση που αφορά κάτι μελλοντικό· υπόσχεση
- έλαβαν τη διαβεβαίωση του υπουργού ότι θα ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους
- επίσημη ενέργεια που αντικαθιστά τον όρκο