Ετυμολογία

επεξεργασία
assurance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assuraunce < παλαιά γαλλική asseurance. Συγχρονικά αναλύεται σε assur(e) + -ance

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈʃʊəɹəns/ & /əˈʃɔːɹəns/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: as‐sur‐ance

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (fr) θηλυκό

  1. η ασφάλεια
  2. η [{εξασφάλιση]]
  3. θηλυκό, μόνο στον ενικό η αυτοπεποίθηση, η σιγουριά

Συγγενικά

επεξεργασία