Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (en)



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (fr) θηλυκό

  1. η ασφάλεια
  2. η εξασφάλιση
  3. θηλυκό, μόνο στον ενικό η αυτοπεποίθηση, η σιγουριά

Συγγενικά

επεξεργασία