σιγουριά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιγουριά | οι | σιγουριές |
γενική | της | σιγουριάς | των | σιγουριών |
αιτιατική | τη | σιγουριά | τις | σιγουριές |
κλητική | σιγουριά | σιγουριές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σιγουριά < σίγουρος + -ιά < βενετική seguro < λατινική securus < se- + cura < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σιγουριά θηλυκό
- κατάσταση κατά την οποία νιώθει κανείς ασφαλής
- ≈ συνώνυμα: ασφάλεια
- ≠ αντώνυμα: ανασφάλεια
- η ιδιότητα του σίγουρου
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σίγουρος