βεβαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βεβαιότης από την αιτιατική ενικού «τὴν βεβαιότητα» [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.veˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐βαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βεβαιότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
- κάτι που θεωρείται βέβαιο
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βεβαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας