βεβαιότητα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βεβαιότητα < αρχαία ελληνική βεβαιότης, μορφολογικά αναλύεται βέβαι(ος) + -ότητα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βεβαιότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
- κάτι που θεωρείται βέβαιο