• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βεβαιότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεβαιότητα οι βεβαιότητες
      γενική της βεβαιότητας των βεβαιοτήτων
    αιτιατική τη βεβαιότητα τις βεβαιότητες
     κλητική βεβαιότητα βεβαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βεβαιότητα < αρχαία ελληνική βεβαιότης, μορφολογικά αναλύεται βέβαι(ος) + -ότητα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βεβαιότητα θηλυκό

  1. το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
    ≈ συνώνυμα: σιγουριά, πεποίθηση
  2. κάτι που θεωρείται βέβαιο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βεβαιότητα
  • αγγλικά : certainty (en), certitude (en)
  • γαλλικά : certitude (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βεβαιότητα&oldid=5541612"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Μαρτίου 2022, στις 09:06
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Μαρτίου 2022, στις 09:06.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie