certitude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcertitude (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η βεβαιότητα, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
certitude | certitudes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcertitude (fr) θηλυκό