certainty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
certainty | certainties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcertainty (en)
- (μη μετρήσιμο) η βεβαιότητα, η σιγουριά, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
- ⮡ I can’t say with certainty what I’ll do next.
- Δε μπορώ να πω με σιγουριά/βεβαιότητα τι θα κάνω μετά.
- ≈ συνώνυμα: certitude και confidence
- ⮡ I can’t say with certainty what I’ll do next.
- το βέβαιο, το σίγουρο, κάτι που είναι βέβαιο ή σίγουρο
- ⮡ It is a certainty that he will pay.
- Είναι βέβαιο/σίγουρο ότι θα πληρώσει.
- ⮡ It is a certainty that he will pay.
Πηγές
επεξεργασία- certainty - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: βεβαιότητα, σιγουριά