ενικός         πληθυντικός  
certainty certainties

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

certainty (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η βεβαιότητα, η σιγουριά, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
    ⮡  I can’t say with certainty what I’ll do next.
    Δε μπορώ να πω με σιγουριά/βεβαιότητα τι θα κάνω μετά.
     συνώνυμα:  certitude και confidence
  2. το βέβαιο, το σίγουρο, κάτι που είναι βέβαιο ή σίγουρο
    ⮡  It is a certainty that he will pay.
    Είναι βέβαιο/σίγουρο ότι θα πληρώσει.