confidence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconfidence (en)
- (μη μετρήσιμο) η εμπιστοσύνη, το συναίσθημα ότι μπορώ να εμπιστευτώ, να πιστέψω και να είμαι σίγουρος για τις ικανότητες ή τις καλές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
- ⮡ confidence vote - ψήφος εμπιστοσύνης
- ⮡ Don’t put too much of your confidence in him.
- Μην του έχεις πολλή-πολλή εμπιστοσύνη.
- ⮡ I don’t place too much confidence in his promises.
- Δεν δίνω πολλή εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του.
- ⮡ I have confidence in their products.
- Έχω εμπιστοσύνη στα προϊόντα τους.
- (μη μετρήσιμο) η αυτοπεποίθηση, η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου
- ⮡ He looked full of confidence.
- Έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθησή.
- ⮡ I lost my confidence in myself.
- Έχασα την αυτοπεποίθησή μου.
- ≈ συνώνυμα: self-confidence
- ⮡ He looked full of confidence.
- (μη μετρήσιμο) η σιγουριά, η βεβαιότητα, η αίσθηση ότι είμαι σίγουρος για κάτι
- (μη μετρήσιμο) η εμπιστοσύνη, ένα αίσθημα εμπιστοσύνης ότι κάποιος θα κρατήσει τις πληροφορίες ιδιωτικές
- ⮡ Why don’t you tell me what you’re planning? Don’t you have confidence in me?
- Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζεις; δε μου έχεις εμπιστοσύνη;
- ⮡ Why don’t you tell me what you’re planning? Don’t you have confidence in me?
- πληροφορία που κρατιέται μυστική
Πηγές
επεξεργασία- confidence - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144, 162, 284, 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτοπεποίθησή, βεβαιότητα, εμπιστοσύνη, σιγουριά
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconfidence (en) θηλυκό