Ουσιαστικό

επεξεργασία

confidence (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η εμπιστοσύνη, το συναίσθημα ότι μπορώ να εμπιστευτώ, να πιστέψω και να είμαι σίγουρος για τις ικανότητες ή τις καλές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
    ⮡  confidence vote - ψήφος εμπιστοσύνης
    ⮡  Don’t put too much of your confidence in him.
    Μην του έχεις πολλή-πολλή εμπιστοσύνη.
    ⮡  I don’t place too much confidence in his promises.
    Δεν δίνω πολλή εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του.
    ⮡  I have confidence in their products.
    Έχω εμπιστοσύνη στα προϊόντα τους.
  2. (μη μετρήσιμο) η αυτοπεποίθηση, η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου
    ⮡  He looked full of confidence.
    Έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθησή.
    ⮡  I lost my confidence in myself.
    Έχασα την αυτοπεποίθησή μου.
     συνώνυμα: self-confidence
  3. (μη μετρήσιμο) η σιγουριά, η βεβαιότητα, η αίσθηση ότι είμαι σίγουρος για κάτι
    ⮡  I can’t say with confidence what I’ll do next.
    Δε μπορώ να πω με σιγουριά/βεβαιότητα τι θα κάνω μετά.
    ⮡  He’s speaking with a lot of confidence.
    Μιλάει με πολλή σιγουριά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certainty
  4. (μη μετρήσιμο) η εμπιστοσύνη, ένα αίσθημα εμπιστοσύνης ότι κάποιος θα κρατήσει τις πληροφορίες ιδιωτικές
    ⮡  Why don’t you tell me what you’re planning? Don’t you have confidence in me?
    Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζεις; δε μου έχεις εμπιστοσύνη;
  5. πληροφορία που κρατιέται μυστική



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confidence (en) θηλυκό