αυτοπεποίθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπεποίθηση | οι | αυτοπεποιθήσεις |
γενική | της | αυτοπεποίθησης* | των | αυτοπεποιθήσεων |
αιτιατική | την | αυτοπεποίθηση | τις | αυτοπεποιθήσεις |
κλητική | αυτοπεποίθηση | αυτοπεποιθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπεποιθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-confidence
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοπεποίθηση θηλυκό
- η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
- ↪ Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση