↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπεποίθηση οι αυτοπεποιθήσεις
      γενική της αυτοπεποίθησης* των αυτοπεποιθήσεων
    αιτιατική την αυτοπεποίθηση τις αυτοπεποιθήσεις
     κλητική αυτοπεποίθηση αυτοπεποιθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπεποιθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-confidence

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοπεποίθηση θηλυκό

  1. η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
    ⮡  Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία