Δείτε επίσης: πειθώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πείθω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πείθω < πρωτοελληνική *péitʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéydʰeti < *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)

πείθω, πρτ.: έπειθα, στ.μέλλ.: θα πείσω, αόρ.: έπεισα, παθ.φωνή: πείθομαι, μτχ.π.π.: πεισμένος

  • κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, να ακολουθήσει τη γνώμη κάποιου άλλου ή γενικά τον παροτρύνω αποτελεσματικά να προβεί σε μια ενέργεια που αρχικά τον έβρισκε αντίθετο ή αδιάφορο, του αλλάζω γνώμη με επιχειρήματα ή με την άσκηση εντονότερης πίεσης, αλλά όχι με τη χρήση ωμής βίας

Συγγενικά

επεξεργασία

προς τη ρίζα -πειθ- και -πεισ-

προς τη ρίζα -πιθ- του "επιθόμην" (β΄αόρ) και -πισ-

προς τη ρίζα -ποιθ- του "πέποιθα" (β΄παρακ.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



πείθω

  1. πείθω
  2. υπακούω
  3. εμπιστεύομαι
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 373 (373-375)
    μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω | αἱμύλα κωτίλλουσα, τεὴν διφῶσα καλιήν· | ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ᾽ ὅ γε φιλήτῃσιν.
    Και μη σου εξαπατά το νου γυναίκα με στολισμένα πισινά | σαν φλυαρεί χαριτωμένα την ώρα που την έπιασες να εξερευνά την αποθήκη σου. | Όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr