πιστός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιστός | οι | πιστοί |
γενική | του | πιστού | των | πιστών |
αιτιατική | τον | πιστό | τους | πιστούς |
κλητική | πιστέ | πιστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιστός < αρχαία ελληνική πιστός < πείθω < πρωτοελληνική *péitʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéydʰeti < *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιστός αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιστός
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιστός | η | πιστή | το | πιστό |
γενική | του | πιστού | της | πιστής | του | πιστού |
αιτιατική | τον | πιστό | την | πιστή | το | πιστό |
κλητική | πιστέ | πιστή | πιστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιστοί | οι | πιστές | τα | πιστά |
γενική | των | πιστών | των | πιστών | των | πιστών |
αιτιατική | τους | πιστούς | τις | πιστές | τα | πιστά |
κλητική | πιστοί | πιστές | πιστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πιστός , -ή , -ό
- που παραμένει σταθερός, αφοσιωμένος σε κάτι ή κάποιον
- πιστός φίλος, πιστός στις συνήθειές του
- Ορκίσου, είπε του Χρυσήλιου, σε τούτο το άγιο εικόνισμα, να μείνεις πιστός στο λόγο σου και στο Βασιλέα σου. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη προς κάποιον ή κάτι.
- πιστός οπαδός ενός κόμματος ή μιας ομάδας
- ολόιδιος, ακριβής
- πιστό φωτοαντίγραφο