Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρησκεία οι θρησκείες
      γενική της θρησκείας των θρησκειών
    αιτιατική τη θρησκεία τις θρησκείες
     κλητική θρησκεία θρησκείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θρησκεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θρησκεία (αρχαία ελληνική σημασία: θρησκευτική τελετή)[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾiˈsci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρη‐σκεί‐α

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θρησκεία θηλυκό

  1. (θρησκεία) παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με το θεό
    η χριστιανική θρησκεία, η επικρατούσα θρησκεία
  2. (μεταφορικά) η απόλυτη αφοσίωση σε κάτι
    το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία για μένα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία