Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρησκεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
θρησκεύομαι
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
θρησκεύομαι
είμαι
πιστός
μιας
θρησκείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρησκεύομαι
γαλλικά
:
pratiquer
(fr)
une
religion
(fr)