Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρησκόληπτος η θρησκόληπτη το θρησκόληπτο
      γενική του θρησκόληπτου της θρησκόληπτης του θρησκόληπτου
    αιτιατική τον θρησκόληπτο τη θρησκόληπτη το θρησκόληπτο
     κλητική θρησκόληπτε θρησκόληπτη θρησκόληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρησκόληπτοι οι θρησκόληπτες τα θρησκόληπτα
      γενική των θρησκόληπτων των θρησκόληπτων των θρησκόληπτων
    αιτιατική τους θρησκόληπτους τις θρησκόληπτες τα θρησκόληπτα
     κλητική θρησκόληπτοι θρησκόληπτες θρησκόληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρησκόληπτος < → δείτε τις λέξεις θρήσκος και -ληπτος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1888.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.ptos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.pti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /θɾiˈsko.li.pto/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

θρησκόληπτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία