θρησκοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρησκοληψία < θρησκόληπτος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρησκοληψία θηλυκό
- το να είναι κάποιος θρησκόληπτος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του θρησκόληπτου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις θρησκόληπτος, θρήσκος και λαμβάνω