Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ-

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαμ‐βά‐νω

  Ρήμα Επεξεργασία

λαμβάνω, στ.μέλλ.: θα λάβω, αόρ.: έλαβα, παθ.φωνή: λαμβάνομαι, π.αόρ.: λήφθηκα/ελήφθη(3o πρόσωπο), μτχ.π.π.: ειλημμένος

  1. παίρνω, δέχομαι
  2. εντοπίζω επιθυμητό σήμα (όπως από ασύρματο)
    αν με λαμβάνει κανείς, ας απαντήσει
    ελήφθη, όβερ
  3. (μεταφορικά) καταλαβαίνω
    Δε με λαμβάνεις σήμερα.

Άλλες μορφές Επεξεργασία

  • λαβαίνω (δημοτική, χωρίς παθητικούς τύπους)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σύνθετα Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λαμβάνω, ήδη ομηρικό < θέμα λαβ- (όπως στο λαβεῖν) + ενεστωτικό ένθημα -μ- + -άνω < *(σ)λαβ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ- (πιάνω, παίρνω), ρίζα που δεν παρουσιάζεται σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. [1] Δείτε και την ετυμολογία στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Άλλες βαθμίδες: *ληβ- (όπως λῆβ-μα λῆμμα), *ληπ- (όπως λῆπ-σις, λῆψις

  Ρήμα Επεξεργασία

λαμβάνω

  1. παίρνω, δέχομαι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 477-479
    τοὺς δ’ ἔλαθ’ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ’ ἄρα στὰς
    χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
    δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.
    Εμπήκε ο μέγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει / αυτού κανείς, και άμ᾽ έφθασε σιμά στον Αχιλλέα, / τα γόνατα του αγκάλιασε και τ᾽ ανδροφόνα χέρια /εφίλησε, που του ᾽σφαξαν τόσα λαμπρά παιδιά του.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. καταλαμβάνω
  3. συλλαμβάνω
  4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

Άλλες μορφές Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σύνθετα Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές Επεξεργασία