επιλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιλαμβάνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεπιλαμβάνομαι
- καταπιάνομαι, καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με έντονο ενδιαφέρον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιλαμβάνομαι | επιλαμβανόμουν(α) | θα επιλαμβάνομαι | να επιλαμβάνομαι | επιλαμβανόμενος | |
β' ενικ. | επιλαμβάνεσαι | επιλαμβανόσουν(α) | θα επιλαμβάνεσαι | να επιλαμβάνεσαι | (επιλαμβάνου) | |
γ' ενικ. | επιλαμβάνεται | επιλαμβανόταν(ε) | θα επιλαμβάνεται | να επιλαμβάνεται | ||
α' πληθ. | επιλαμβανόμαστε | επιλαμβανόμαστε επιλαμβανόμασταν |
θα επιλαμβανόμαστε | να επιλαμβανόμαστε | ||
β' πληθ. | επιλαμβάνεστε | επιλαμβανόσαστε επιλαμβανόσασταν |
θα επιλαμβάνεστε | να επιλαμβάνεστε | (επιλαμβάνεστε) | |
γ' πληθ. | επιλαμβάνονται | επιλαμβάνονταν επιλαμβανόντουσαν |
θα επιλαμβάνονται | να επιλαμβάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιλήφθηκα | θα επιληφθώ | να επιληφθώ | επιληφθεί | ||
β' ενικ. | επιλήφθηκες | θα επιληφθείς | να επιληφθείς | επιλήψου | ||
γ' ενικ. | επιλήφθηκε | θα επιληφθεί | να επιληφθεί | |||
α' πληθ. | επιληφθήκαμε | θα επιληφθούμε | να επιληφθούμε | |||
β' πληθ. | επιληφθήκατε | θα επιληφθείτε | να επιληφθείτε | επιληφθείτε | ||
γ' πληθ. | επιλήφθηκαν επιληφθήκαν(ε) |
θα επιληφθούν(ε) | να επιληφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιληφθεί | είχα επιληφθεί | θα έχω επιληφθεί | να έχω επιληφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις επιληφθεί | είχες επιληφθεί | θα έχεις επιληφθεί | να έχεις επιληφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιληφθεί | είχε επιληφθεί | θα έχει επιληφθεί | να έχει επιληφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιληφθεί | είχαμε επιληφθεί | θα έχουμε επιληφθεί | να έχουμε επιληφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιληφθεί | είχατε επιληφθεί | θα έχετε επιληφθεί | να έχετε επιληφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιληφθεί | είχαν επιληφθεί | θα έχουν επιληφθεί | να έχουν επιληφθεί |
Λόγια μετοχή παθητικού αορίστου: επιληφθείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιλαμβάνομαι