Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιληφθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιλαμβάνομαι
  2. θα επιληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιλαμβάνομαι