επιληφθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιληφθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιλαμβάνομαι
- θα επιληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιλαμβάνομαι
επιληφθείς